Thursday 18 May 2017

Ο Σταύρος ο Σαρτζετάκης



Το να μανουβράρεις, έστω και ανεπαίσθητα, τη ζωή σου μέσα στο μεγάλο κινούμενο κουκούλι που την περικλείει και ονομάζουμε ‘πεπρωμένο΄, είναι η μεγαλύτερη αρετή. Είναι το μεγαλύτερο παράσημο Ανδρείας που μπορεί να φορέσει η ψυχή του ανθρώπου. Και του Σταύρου η ψυχή ήταν Ανδρική.

Γιατί όρισε και ξαναόρισε τη ζωή του. Όποτε ένοιωσε ότι ξεστρατίζει από τη φύση του, ότι πάει δηλαδή να γίνει κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι, έσκυβε μέσα του για να μιλήσει στην ψυχή του. Αλλά κυρίως, για να ακούσει την ψυχή του. Και υπάκουγε πάντα στο εσωτερικό κάλεσμα της φύσης του, που δεν ήταν άλλο από το κάλεσμα της ίδιας της Φύσης – της οποίας ο Σταύρος ήταν και ένοιωθε αναπόσπαστο κομμάτι. Κι έτσι έζησε ο Άνθρωπος αυτός τη ζωή του: τιμώντας το ύψιστο δώρο που, απ’ όλα τα ζώα, μόνο σ’εμάς τους ανθρώπους δόθηκε: την έλλογη βούληση. Ο Σταύρος πέταξε από πάνω του σαν άχρηστα βαρίδια όλα τα δήθεν και τα πρέπει και αποφάσισε να φύγει. Όχι τώρα. Χρόνια πριν. Τότε που οι περισσότεροι γύρω του ζούσαν μες την ευμάρεια, την υποκρισία και τις κοινωνικές συμβάσεις, αυτός αποφάσιζε ότι σπίτι του θα είναι το βουνό, κρεββάτι του τα κλαδιά ενός φουντωτού δέντρου. Γιατί αυτό ήταν ο Σταύρος. Ένα ψηλό δροσερό βουνό. Ένα αλύγιστο απεριποίητο δέντρο.  

Και έφυγε. Και αποτραβηγμένος εκεί, μπόρεσε να κάνει αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα απ’τον καθένα μας: να δίνει στους ανθρώπους. Αθόρυβα. Λιτά. Χωρίς πολλά λόγια. Μονάχα με πράξεις άπειρης γενναιοδωρίας. Πράξεις μεστές περιεχομένου. Σε αυτή την μεγαλειώδη κατάσταση γνώρισα κι εγώ τον Σταύρο. Κι έγινα μάρτυρας της μεγάλης ψυχής του, κοινωνός της αγάπης του.

Και ακριβώς επείδη μας αγάπησε όλους πολύ, πολύ περισσότερο απ’ ότι αγαπήσαμε εμείς τον Σταύρο, γι’αυτό δεν άντεχε να μας βλέπει να τον βλέπουμε να λιώνει. Γιατί, όσο κι αν του χαμογελούσαμε, τα μάτια μας γίνονταν ο καθρέφτης που μέσα τους έβλεπε να γίνεται σιγά-σιγά αυτό που ολόψυχα μισούσε: ένας άνθρωπος εξαρτημένος, χωρίς βούληση, άρα χωρίς αξιοπρέπεια. Και αν αφαιρούσες από τον Σταύρο την αξιοπρέπεια, αυτό που θα ΄μενε θα ήταν κάτι που κανείς μας δεν θ’ άντεχε να γίνει. 

Κι όμως από τον πάτο της κόλασης που βρέθηκε, κατάφερε να βρεί τη δύναμη, σωματική και ψυχική παρομοίως, να βγει στο Φως. Στο καθαρό Φως. Εκεί που ανήκει ο Σταύρος δηλαδή. Εδώ και ένα χρόνο, πάλευε εσωτερικά με μια άγρια λύκαινα που του κατέτρωγε τα σπλάχνα: τη φοβελπίδα. Γιατί ο φόβος του θανάτου, του θανάτου του, ρίζωνε και βλάσταινε πάνω στην ελπίδα. Όσο ήλπιζε, τόσο ο φόβος του θέριευε. Γιατί η ελπίδα είναι ο τάφος της εξέγερσης και το άλλοθι της κάθε μας δειλίας.

Η ΛΟΓΙΚΗ όμως του Σταύρου τσάκισε στο τέλος το δικέφαλο θεριό. Τσάκισε την ελπίδα και μαζί μ’αυτή ξόρκισε τον φόβο του θανάτου. Με τη Λογική του πλέον σε πλήρη έξαρση, αναμετρήθηκε άφοβα με τις αξίες της ζωής και είδε, ο γενναίος αυτός Άνδρας, ότι δεν υπάρχει απολύτως καμία ελπίδα ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΣ και η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ορίζουν. Και τότε προχώρησε. Όχι προς το τέλος, αλλά, προς την τελείωση. Γιατί, για τον ηρωϊκό ἀνθρωπο ο θάνατος είναι πάντα εκούσιος. Είναι η πράξη που επισφραγίζει όλες τις προηγούμενες πράξεις, είναι η λογική συνέπεια της στάσης ζωής του. Ο Σταύρος Λευτερώθηκε. Λυτρώθηκε. Και μαζί με τον εαυτό του λύτρωσε κι όσους από μας τον αγαπήσαμε αληθινά, απ΄το να τον δούμε να συρρικνώνεται σε μια άμορφη άβουλη μάζα, γαντζωμένη πεισματικά από τη ζωή. Από φόβο.  

Τώρα του Σταύρου τα μαλλιά, φωλιά έχουν γίνει για τα ψάρια. Του Σταύρου το κορμί έγινε στρώμα απ’όπου ξεφυτρώνουν οι πιο όμορφες ανεμώνες της θάλασσας. Ναι, ο Σταύρος ήταν άνθρωπος των βουνών. Αλλά ήξερε ο παμπόνηρος ότι όλα τα βουνά μέσα από τη θάλασσα αναδύονται. Για να φτάσουν ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που ο αέρας είναι καθαρός και η θέα ανεμπόδιστη. Κι ενώ όλοι εμείς στις πορείες μας, μόνο για λίγο θα μπορούμε να σταθούμε στον αραιό αέρα της κορυφής, ο Σταύρος θα βρίσκεται εκεί για πάντα. Γιατί, αυτοβούλως και δια παντώς, ένωσε την ύπαρξή του με το αιώνιο σύμπαν που μας περικλείει.

Βάσω Μουσλοπούλου (19/10/2016)